- ἀγωνιστικόν
- ἀγωνιστικόςfit for contestmasc acc sgἀγωνιστικόςfit for contestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek